"Είμαστε ένας λαός με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη; Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι"

Γιώργος Σεφέρης

Τετάρτη 18 Μαΐου 2016

Ανατριχιαστική ιστορία - Η θυσία των Ποντίων στην Ματωμένη σπηλιά της Οτκάγια

Απόσπασμα από το βιβλίο του Αχιλλέα Ανθεμίδη, «Τα απελευθερωτικά στρατεύματα του Ποντιακού Ελληνισμού 1912-24»,



(Η Ματωμένη σπηλιά βρίσκεται στην περιοχή Ότκαγια του δυτικού Νεμπιένπού. Οι Ρωμιοί της περιφέρειας την έλεγαν «Σπηλιά της Παναγίας ή μάγαρα». Εκεί είχαν κρυφτεί εξακόσια γυναικόπαιδα της περιοχής καί εξήντα αντάρτες, με οπλαρχηγούς το Χατζή Γιώργη, τον καπετάν Κώστη καί τον καπετάν Παπάζογλου. Τα γεγονότα εκτυλίσσονται την εποχή των μεγάλων διωγμών στον Πόντο.)

Οι σφαίρες των υπερασπιστών του σπηλαίου που υπεράσπιζαν οι πολεμιστές με εξακόσια και πλέον γυναικόπαιδα τελείωσαν. Άλλη λύση δεν υπήρχε παρά μόνο η παράδοση. 

«Υπάρχει κι άλλη λύση», φωνάζει ο αρχηγός Καραβασίλογλου Γιώργης. «Θα παραδώσουμε τα πτώματά μας στους Τούρκους. Θα σκοτώσει ο ένας τον άλλον για να σώσουμε τα γυναικόπαιδα».

Κοιτάζονται τα παλικάρια ίσια στα μάτια. Η απόφαση είναι σκληρή, είναι απόφαση υπέρτατης θυσίας. Τη δέχονται όλοι, αφού θα σωθούν 650 περίπου γυναικόπαιδα. Δίνει το περίστροφο στον Ταγκάλ Γιώργη.

«Θα μας σκοτώσεις όλους και αφού σηκώσεις άσπρη σημαία θα σκοτωθείς και εσύ». 

Αγκαλιάζονται και φιλιούνται οι άγριοι πολεμιστές με δάκρυα στα μάτια. Οι θρήνοι των γυναικών και τα κλάματα των παιδιών έρχονται στ’ αυτιά τους σα μοιρολόγια. «Για την πίστη και την πατρίδα μας», λέει με συγκινητική και βροντερή φωνή ο αρχηγός.

Ο Ταγκάλ Γιώργης πυροβολεί. Ο πρώτος υπερασπιστής του σπηλαίου πέφτει. Ύστερα άλλος κι άλλος κι άλλος. Φτάνει στα δύο του παιδιά, σταματάει λίγο, τα κοιτάζει κατάματα, βλέπει τα θαρραλέα μάτια τους και ύστερα ρίχνει. Δεν ξέρει πια τίποτα. Δε βλέπει. Ρίχνει συνέχεια. Ύστερα σταματάει για λίγο. Αρπάζει ένα άσπρο πανί το καρφώνει στο ξίφος του και το σηκώνει ψηλά.

Οι Τούρκοι βλέποντας την άσπρη σημαία τους αλαλάζουν από τη χαρά τους.

«Γιασασίν, γιασασίν, τεσλίμ γκιαουρλάρ», ακούγονται οι ζητωκραυγές τους. Πλησιάζουν οι Τούρκοι. Να, ένας τσετές ανεβαίνει κιόλας προς το σπήλαιο. Ο Ταγκάλ Γιώργης κοιτάζει την κάννη του περιστρόφου του και ύστερα πιέζει τη σκανδάλη. Ο τελευταίος των γενναίων υπερασπιστών πέφτει μαζί με τη λευκή σημαία του. Οι άντρες, οι Έλληνες, είναι όλοι νεκροί. 

Για την τύχη των γυναικόπαιδων το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι έγιναν έρμαια της άγριας βουλιμίας των βαρβάρων της Ανατολής. Και το ολοκαύτωμα αυτό έμεινε στην αφάνεια και διασώθηκε μόνο στην παράδοση.


Σε άλλη περιγραφή για την μάχη, αναφέρεται:
Ό Μεχμέτ Άλής, πού παρακολουθούσε τη μάχη με κομμένη την ανάσα, δεν κρατήθηκε καί ρίχτηκε καί κείνος στη φωτιά. Πήρε τον ανήφορο με το πιστόλι στο χέρι καί προχώρησε ουρλιάζοντας. Ξάφνου, πρόσεξε πώς τα ντου­φέκια των Ρωμιών σίγησαν. Σταμάτησε καί έστησε αυτί. Μόλις βεβαιώθηκε για το γεγονός, πρόσταξε να σταματή­σουν τα πυρά καί των στρατιωτών του. Ακολούθησε ολιγό­λεπτη σιγή. Οι Τούρκοι, με καρφωμένα τα μάτια τους στη σπηλιά, προσπαθούσαν να δουν τί θα κάνουν οι Ρωμιοί.

Σε λίγο παρατήρησαν ένα παράξενο Θέαμα πού τούς έκανε να παραλύσουν. Είδαν τούς αντάρτες, χωρίς προφύ­λαξη πια, να κινούνται ό ένας προς τον άλλο, να αγκαλιάζονται καί να φιλιούνται μεταξύ τους. Ύστερα τούς είδαν να μπαινοβγαίνουν στη σπηλιά καί να αποχαιρετούν τα γυ­ναικόπαιδα. Ταυτόχρονα ακούστηκαν γοερά κλάματα γυναι­κών καί παιδιών πού αντιδόνησαν στα φαράγγια.

Οι Τούρκοι τα είχαν χαμένα. Δεν καταλάβαιναν τί γί­νεται. Ήταν σά να βρίσκονταν μέσα σε εφιαλτικό όνειρο. Μόνο ό Μεχμέτ ‘Αλής σχημάτισε τη γνώμη πώς, επί τέ­λους, οι Ρωμιοί το αποφάσισαν να παραδοθούν καί γέμισε από χαρά. Μα δεν πρόλαβε να χορτάσει την ευχάριστη σκέψη του καί ξαφνικά, ακούστηκαν πυκνοί πυροβολισμοί από τη μεριά των ανταρτών! Έστρεψε το κεφάλι του καί κοίταξε τούς δικούς του. Κανείς δεν ήταν χτυπημένος! Παραξε­νεύτηκε. Οι πυροβολισμοί όμως εξακολούθησαν, ολοένα καί πιο αραιοί, ώσπου σταμάτησαν εντελώς. Τότε μόνο κατά­λαβε:

—Αυτοκτονούν τα σκυλιά! Τρέξτε να τούς προλάβετε ζωντανούς! Δεν έχουν πια βόλια. Ζωντανούς τούς θέλω! Ζωντανούς!

Ακούγοντας τα ουρλιαχτά οι στρατιώτες, χύθηκαν προς τη σπηλιά. Την ίδια στιγμή, πάνω από ένα ψηλό βράχο πρόβαλε ένας αντάρτης πού στην κάννη τού ντουφεκιού του είχε δεμένο ένα άσπρο πανί. Το σήκωσε ψηλά, το κούνησε δυο τρεις φορές καί κατόπιν φώναξε: 

— Τα γυναικόπαιδα παραδίνονται! Τα γυναικόπαιδα πα­ραδίνονται!

Αμέσως κατόπιν έβγαλε το πιστόλι του, πυροβόλησε στο κρανίο του καί γκρεμίστηκε κάτω από το βράχο!

Οι Τούρκοι σκαρφάλωσαν, ανεμπόδιστοι πια, στα καταράχια, καί φτάνοντας στο στόμιο της σπηλιάς, είδαν μπροστά τους τα πτώματα των ανταρτών αγκαλιασμένα. Τα τσαλαπάτησαν, πέρασαν από πάνω τους καί χίμηξαν μέσα. Σε τρία λεπτά ή σπηλιά έγινε κόλαση. Φωνές, στριγγλιές, ουρλιαχτά, κλάματα καί οιμωγές αντήχησαν στους σκοτεινούς θόλους της. Οι φριχτές σκηνές της βίας, της ατίμωσης, των οργίων καί του θανάτου διαδέχονταν ή μια την άλλη ώρες ολόκληρες! Οι κραυγές του πόνου, του σπαρα­γμού, της ντροπής καί της φρίκης Αντιλαλούσαν στα βάθη της σπηλιάς της Παναγίας, χωρίς τελειωμό!

ΠΗΓΗ κειμένων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μας ενδιαφέρουν οι άποψεις σας και οι διαφωνίες σας.
Ο γόνιμος διάλογος μας κάνει όλους πιο σοφούς.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...